Τσικουδιά – Ρακοκάζανο
ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ ΕΧΟΥΝ ΜΠΕΙ ΣΤΑ ΒΑΡΕΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΒΡΑΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ, ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΕΧΕΙ ΜΠΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΜΠΕΣ ΚΑΠΝΙΖΟΥΝ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ.
Το βρεγμένο χώμα μυρίζει παντού. Σιγά- σιγά αρχίζουν οι προετοιμασίες για το μάζεμα της ελιάς. Τα στέμφυλα (στράφυλα), τα υπολείμματα των σταφυλιών μετά το πάτημα δηλαδή, έχουν σφραγιστεί στα βαρέλια και μετά την ολοκλήρωση της ζύμωσης είναι έτοιμα για την απόσταξη. Η τσικουδιά (ή ρακή), σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, πρέπει να έχει 37,5% αλκοόλη και η μέγιστη περιεκτικότητά της σε μεθανόλη να μην υπερβαίνει τα 8 γρμ. ανά λίτρο.
Η απόσταξη σε όλη την Ελλάδα επιτρέπεται μόνο με σχετική άδεια. Σε όλα τα χωριά υπάρχουν “άμβυκες”, τα γνωστά καζάνια, στα οποία μπαίνουν τα στέμφυλα και το υγρό των βαρελιών, σφραγίζονται ερμητικά και έπειτα βράζουν για να φθάσει η θερμοκρασία στους κατάλληλους βαθμούς, ώστε να αρχίσει η απόσταξη. Από το καπάκι του καζανιού ξεκινά μια σωλήνα η οποία συνήθως ψύχεται εξωτερικά με νερό, για να υγροποιηθεί ο ατμός που βγαίνει έπειτα ως τσικουδιά.
Το «πρωτοράκι» είναι το πρώτο απόσταγμα το οποίο τρέχει από το καζάνι και είναι ιδιαίτερα υψηλόβαθμο. Στην Κρήτη, σε αρκετά χωριά, αποστάζονται ακόμη μούρα και παράγεται η μουρνόρακη. Παλαιότερα γινόταν και απόσταξη από κούμαρα, για την κουμαρόρακη. Όποιος αποστάζει, συνήθως καλεί φίλους και στο φθινοπωρινό τοπίο στήνονται ψησταριές με τα κάρβουνα από τη φωτιά του καζανιού και πρόχειρα τραπέζια με κρητικούς μεζέδες: άγρια μανιτάρια, κάστανα, καλλιτσούνια, και χόρτα, όλα χαρακτηριστικά προϊόντα της συγκεκριμένης εποχής του χρόνου. Ακόμη και σήμερα η παράδοση συνεχίζεται δείχνοντας μέσα από τις αγροτικές δραστηριότητες πόσο σημαντικό στοιχείο είναι η συνεύρεση των ανθρώπων για την κρητική κοινωνία.